-
1 θυηπολέω
2 trans., sacrifice, γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θ. S.Fr. 126, cf. 522, Maiist.13:—[voice] Pass., θυηπολεῖται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο is filled with sacrifices by them, E.Heracl. 401.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυηπολέω
См. также в других словарях:
θυηπολώ — θυηπολῶ, έω (Α) [θυηπόλος] 1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος* 2. (μτθ.) θυσιάζω κάτι («γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῑν», Σοφ. 3. παθ. θυηπολούμαι γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ ἄστυ μάντεων ὕπο» η… … Dictionary of Greek